- ἱεροσυλία
- ἱεροσῡλίᾱ , ἱεροσυλίαfem nom/voc/acc dualἱεροσῡλίᾱ , ἱεροσυλίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροσυλία — η 1. κλοπή αντικειμένων από το ναό: Για το αδίκημα της ιεροσυλίας ο νόμος προβλέπει βαριές ποινές. 2. ασεβής πράξη, ανοσιούργημα, βεβήλωση: Διέπραξε ιεροσυλία. – Αυτό που πας να κάνεις είναι ιεροσυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱεροσυλίᾳ — ἱεροσῡλίαι , ἱεροσυλία fem nom/voc pl ἱεροσῡλίᾱͅ , ἱεροσυλία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… … Dictionary of Greek
θεοσυλία — θεοσυλία, ἡ (Α) ιεροσυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσύλας, κατά το ιεροσυλία] … Dictionary of Greek
ιερόσυλημα — το (Α ἱεροσύλημα) [ιεροσυλώ] νεοελλ. το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό αρχ. η ενέργεια τού ιεροσυλώ*, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία … Dictionary of Greek
ἱεροσυλίαι — ἱεροσῡλίαι , ἱεροσυλία fem nom/voc pl ἱεροσῡλίᾱͅ , ἱεροσυλία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροσυλίας — ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem acc pl ἱεροσῡλίᾱς , ἱεροσυλία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Antikes Griechisches Recht — Als griechisches Recht der Antike wird nicht eine bestimmte einheitliche Rechtsordnung bezeichnet, denn das Recht war von Polis (griechisch πόλις) zu Polis verschieden. Es handelt sich vielmehr um eine Sammelbezeichnung für eine regional und … Deutsch Wikipedia
αρχαιοσυλία — η η κλοπή έργων της αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιόσυλος (πρβλ. ιεροσυλία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek